μπιέλα
Προφορά
Ετυμολογία
μπιέλα └γαλλ┘ bielle
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η μπιέλα
✦ μεταλλικό εξάρτημα των μηχανών εσωτερικής καύσης που συνδέει μεταξύ τους τα στοιχεία κατά τη μεταφορά ή μετατροπή μιας κίνησης, διωστήρας
✦ φρ. χτύπησε μπιέλα ή μπιέλες, για μηχανή, καταστράφηκε τελείως· (κ. μτφ. για πρόσ.) κατέρρευσε από σωματική ή ψυχική ταλαιπωρία, εξαντλήθηκε
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–