μπεσαμέλ Posted on 30 Ιουλίου 2018 by HonoLulu — Leave a reply μπεσαμέλΠροφοράhttp://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/mp3/4/μπεσαμέλ.mp3Ετυμολογίαμπεσαμέλ └γαλλ┘ béchamel Ερμηνεία μπεσαμέλ ✦ άκλ. ουσ. είδος λευκής σάλτσας με βάση το γάλα που χρησιμοποιείται κυρίως σε φαγητά φούρνου Συνώνυμα–Αντίθετα–Επιρρήματα–