μπεσαμέλ


μπεσαμέλ
Προφορά

Ετυμολογία
μπεσαμέλ └γαλλ┘ béchamel

Ερμηνεία
μπεσαμέλ

✦ άκλ. ουσ. είδος λευκής σάλτσας με βάση το γάλα που χρησιμοποιείται κυρίως σε φαγητά φούρνου

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.