μπεσαλίδικος


μπεσαλίδικος
Προφορά

Ετυμολογία
μπεσαλίδικος μπεσαλής

Ερμηνεία
επίθετο┘ μπεσαλίδικος -η, -ο

✦ ο αναφερόμενος στον μπεσαλή ή ο χαρακτηριστικός του μπεσαλή

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.