μπεκιάρης


μπεκιάρης
Προφορά

Ετυμολογία
μπεκιάρης └τουρκ┘bekâr

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο μπεκιάρης

✦ θηλ. μπεκιάρισσα ανύπαντρος, εργένης

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.