μπαϊπάς


μπαϊπάς
Προφορά

Ετυμολογία
μπαϊπάς └αγγλ┘by-pass (= παρακαμπτήρια οδός)

Ερμηνεία
μπαϊπάς

✦ άκλ. ουσ. (ιατρ.) τεχνητή παρακαμπτήρια οδός της κυκλοφορίας του αίματος, με χειρουργική τοποθέτηση μοσχεύματος του οποίου τα άκρα αναστομώνονται ψηλότερα και χαμηλότερα από το σημείο στένωσης ή αποφράξεως αιμοφόρου αγγείου

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.