μπαϊλντώ


μπαϊλντώ
Προφορά

Ετυμολογία
μπαϊλντώ └τουρκ┘bayιldιm, αόρ. του bayιlmak (= λιποθυμώ)

Ερμηνεία
μπαϊλντώ

✦ κ. μπαϊλντώ, -άς, -ά ρ. (μπαΐλντ-ισα, -ισμένος) λιποθυμώ, χάνω τις αισθήσεις μου
✦ αποκάνω από μεγάλο κόπο ή στενοχώρια: είχε μπαϊλντίσει από την αρρώστια και το κήρυγμα κάτω στα χωριά (Π. Πρεβελάκης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.