μπαρμπέρης


μπαρμπέρης
Προφορά

Ετυμολογία
μπαρμπέρης └ιταλ┘barbiere

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο μπαρμπέρης

✦ ο κουρέας: και μια γιορτή, μια Κυριακή… που ‘βγαινε η κόρη απ’ το λουτρό κι ο νιος απ’ τον μπαρμπέρη (δημ. τραγ.)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.