μπαρκάρω


μπαρκάρω
Προφορά

Ετυμολογία
μπαρκάρω └ιταλ┘imbarcare

Ερμηνεία
ρήμα μπαρκάρω

✦ επιβιβάζομαι σε πλοίο για να ταξιδέψω: για να μπαρκάρουμε σ’ ένα κοινό ρυμουλκό που θα μας σεργιάνιζε στα κανάλια (Γ. Σεφέρης)
✦ (ως μτβ.) επιβιβάζω κάποιον σε πλοίο: πήγα μαζί του για να… τον μπαρκάρω με σίγουρο καϊκτσή (Διδώ Σωτηρίου)
✦ ενεργώ ναυτολόγηση
✦ στέλνω πράγματα με το πλοίο

Συνώνυμα

Αντίθετα
ξεμπαρκάρω
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.