μπαράζ
Προφορά
Ετυμολογία
μπαράζ └γαλλ┘ barrage (= φράγμα)
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└άκλιτο┘ το μπαράζ
✦ (μτφ. ) υπερένταση των δυνάμεων, υπερπροσπάθεια πριν από το τελικό στόχο
✦ καταιγισμός: μπαράζ επικρίσεων
✦ αγώνας μπαράζ, αθλητικός αγώνας κατά τον οποίο η ομάδα που θα χάσει αποκλείεται από το έπαθλο ή δεν έχει δικαίωμα συμμετοχής στους επόμενους αγώνες της ίδιας διοργάνωσης
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–