μπανγκαλόου


μπανγκαλόου
Προφορά

Ετυμολογία
μπανγκαλόου └αγγλ┘bungalow

Ερμηνεία
ουσιαστικό
άκλιτο┘ το μπανγκαλόου

✦ μικρή μονώροφη κατοικία σε κατασκηνώσεις ή θέρετρα που περιβάλλεται από εξώστες

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.