μπανίζω
Προφορά
Ετυμολογία
μπανίζω └ουσ┘ τα μπάνια (επειδή παλιότερα οι άντρες κρυφοκοίταζαν από μακριά τις γυναίκες που κολυμπούσαν)
Ερμηνεία
└ρήμα┘ μπανίζω
✦ κοιτάζω κάτι με πολύ ενδιαφέρον ή με πόθο
✦ διακρίνω κάτι
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–