μπαμπούλας
Προφορά
Ετυμολογία
μπαμπούλας – Η ετυμολογία λείπει.
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο μπαμπούλας
✦ φανταστικό, δαιμονικό πρόσωπο με το οποίο φοβίζουν τα παιδιά
✦ (γεν.) το φόβητρο: ο μπαμπούλας του κομουνισμού
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–