μπαμπέσα


μπαμπέσα
Προφορά

Ετυμολογία
μπαμπέσα αλβ. pabesë

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο μπαμπέσα

✦ θηλ. μπαμπέσα άνθρωπος δόλιος, αναξιόπιστος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.