μπαμ


μπαμ
Προφορά

Ετυμολογία
μπαμ ηχομίμητη λ.

Ερμηνεία
μπαμ

✦ άκλ. ισχυρός κρότος από έκρηξη, πυροβολισμό κτλ.
✦ φρ. κάνει μπαμ, προκαλεί μεγάλη εντύπωση, ξεχωρίζει

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.