μπαλώνω
Προφορά
Ετυμολογία
μπαλώνω μεσαιωνική ελληνική μπαλώνω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ μπαλώνω
✦ επιδιορθώνω φθαρμένο αντικείμενο με ραφή ή επικόλληση άλλου κομματιού
✦ (μτφ. ) δικαιολογώ ή τακτοποιώ πρόχειρα: φρ. τα μπάλωσες
✦ (μέσ. μτφ.) μπαλώνομαι, αποκομίζω κέρδος, τακτοποιούμαι οικονομικά, βολεύομαι: ζητώ ο ταλαίπωρος να μπαλωθώ (Κ. Καβάφης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–