μπαλσαμώνω


μπαλσαμώνω
Προφορά

Ετυμολογία
μπαλσαμώνω βάλσαμο

Ερμηνεία
μπαλσαμώνω

✦ κ. μπαλσαμώνω ρ. (βαλσάμωσα, βαλσαμωμένος) διατηρώ το σώμα νεκρού ανθρώπου ή ζώου με αντισηπτικές ουσίες

Συνώνυμα
ταριχεύω
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.