μπαλαφαρίζω
Προφορά
Ετυμολογία
μπαλαφαρίζω μπαλαφάρας
Ερμηνεία
└ρήμα┘ μπαλαφαρίζω
✦ κάνω χοντροκομμένα αστεία: ηθοποιός με ιδιότροπο ιδίωμα, βρήκε το μέτρο και χωρίς να μπαλαφαρίζει, τώρα με λιτά μέσα αφέθηκε στο χαρισματικό σουλούπι του και έπεισε (Κ. Γεωργουσόπουλος)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–