μπαλαφάρας
Προφορά
Ετυμολογία
μπαλαφάρας μπαλάφα
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο μπαλαφάρας
✦ κωμικός τύπος του θεάτρου που επιδίδεται σε χοντροκομμένα αστεία
✦ αυτός που κάνει χοντράδες
✦ φωνακλάς, φανφαρόνος
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–