μπαλαρμάς
Προφορά
Ετυμολογία
μπαλαρμάς └γαλλ┘ balle ramée (= σφαίρες συνδεδεμένες με σύρμα)
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο μπαλαρμάς
✦ είδος βλήματος που χρησιμοποιούνταν παλιότερα και αποτελούνταν από δύο σφαίρες που συνδέονταν μεταξύ τους με σύρμα: όπου να ‘ναι θ’ ακουστεί ο μπαλαρμάς που θα του φάει πλάτες και νεφρά (Π. Πρεβελάκης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–