μπαλαντέζα
Προφορά
Ετυμολογία
μπαλαντέζα └γαλλ┘ baladeuse, └θηλ┘ του baladeur (= περιφερόμενος)
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η μπαλαντέζα
✦ καλώδιο μεγάλου μήκους για τη σύνδεση συσκευών και μηχανών με την ηλεκτρική πηγή
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–