μπαλένα


μπαλένα
Προφορά

Ετυμολογία
μπαλένα └ιταλ┘balena

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η μπαλένα

✦ κεράτινο έλασμα που παίρνεται από το στόμα της φάλαινας και χρησιμοποιείται στην κατασκευή στηθοδέσμων κτλ.
✦ έλασμα από άλλη ύλη για παρόμοια χρήση

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.