μπακαλόγατος


μπακαλόγατος
Προφορά

Ετυμολογία
μπακαλόγατος μπακάλης + γάτος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο μπακαλόγατος

✦ μικρός υπηρέτης σε μπακάλικο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.