μπακαλιάρος


μπακαλιάρος
Προφορά

Ετυμολογία
μπακαλιάρος └ιταλ┘baccalaro

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο μπακαλιάρος

✦ το ψάρι γάδος, βακαλάος
(μτφ. ) άνθρωπος πολύ αδύνατος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.