μπακάλισσα


μπακάλισσα
Προφορά

Ετυμολογία
μπακάλισσα └τουρκ┘bakkal

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο μπακάλισσα

✦ θηλ. μπακάλισσα κ. μπακάλαινα ο παντοπώλης
✦ (θηλ.) η παντοπώλισσα ή η γυναίκα του παντοπώλη

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.