μπαγιάτικος


μπαγιάτικος
Προφορά

Ετυμολογία
μπαγιάτικος └τουρκ┘bayat

Ερμηνεία
επίθετο┘ μπαγιάτικος -η, -ο

✦ όχι φρέσκος
(μτφ. ) παλιός, που έχασε τη δροσερότητά του

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.