μπαγάσας


μπαγάσας
Προφορά

Ετυμολογία
μπαγάσας μεσαιωνική ελληνική └ουσ┘ ἡ μπαγάσα

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο μπαγάσας

✦ αχρείος, διεφθαρμένος, ανήθικος, αναξιόπιστος
✦ (με ηπιότερη σημ.) κατεργαράκος, επιτήδειος: είδες πώς τα κατάφερε ο μπαγάσας

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.