μπαίνω
Προφορά
Ετυμολογία
μπαίνω μεσαιωνική ελληνική μπαίνω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ μπαίνω
✦ εισέρχομαι
✦ (ειδ.) επιβιβάζομαι
✦ γίνομαι δεκτός: έδωσε εξετάσεις στη νομική αλλά δεν μπήκε
✦ διορίζομαι: θέλει να μπει στην εθνική τράπεζα
✦ (μτφ. ) εισχωρώ στο νόημα, καταλαβαίνω: μπήκες;
✦ (για υφάσματα) μαζεύω, μπάζω
✦ φρ. μου μπαίνει, γίνεται φορτικός, προσβλητικός, προκαλεί για καβγά – μπαίνω στη μέση, παρεμβαίνω για να συμφιλιώσω κάποιους ή επεμβαίνω σε υποθέσεις που δεν με αφορούν – μπαίνω μέσα, έχω οικονομική ζημία, χάνω – μπαίνω στο χορό, αναλαμβάνω υποχρεώσεις – μπαίνουν ψύλλοι στ’ αφτιά μου, αρχίζω να υποπτεύομαι – μπαίνω στο στόμα κάποιου, παρέχω αφορμή σε κάποιον για να μιλά εναντίον μου, για να με κουτσομπολεύει – μπαίνω σε κίνδυνο, διακινδυνεύω
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
βγαίνω
Επιρρήματα
–