μπίτνικ


μπίτνικ
Προφορά

Ετυμολογία
μπίτνικ └αγγλ┘beatnik, ειρων. για τον οπαδό της γενιάς μπιτ (beat generation)• beat= (αρχικά εξουθενωμένος• αργότερα μακάριος)

Ερμηνεία
μπίτνικ

✦ άκλ. οπαδός της γενιάς μπιτ ή που ανήκει στη γενιά μπιτ, στους Αμερικανούς νέους που στη δεκαετία του 1950 υιοθέτησαν έναν τύπο ενδυμάτων, κουλτούρα, συμπεριφορά και λεξιλόγιο που εξέφραζαν την αποξένωσή τους από τη συμβατική κοινωνία, την άρνηση συμμετοχής σ’ αυτήν και τη διαμαρτυρία τους

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.