μπάρα


μπάρα
Προφορά

Ετυμολογία
μπάρα └ιταλ┘barra

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η μπάρα

✦ μοχλός για το κλείσιμο πόρτας, αμπάρα
✦ ειδική κατασκευή με οριζόντια δοκό για την εκτέλεση ασκήσεων της ενόργανης γυμναστικής
✦ κάθετη ή λοξή γραμμή που χωρίζει στίχους κτλ.
✦ πληθ. μπάρες, δύο κάθετες γραμμές που χωρίζουν τις διάφορες σημασίες των λέξεων σε λεξικό

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.