μπάμπω


μπάμπω
Προφορά

Ετυμολογία
μπάμπω └σλαβ┘ babo, κλητ. του baba (= γριά)

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η μπάμπω

✦ βάβω, η πολύ γριά
✦ η γιαγιά

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.