μπάλωμα


μπάλωμα
Προφορά

Ετυμολογία
μπάλωμα μεσαιωνική ελληνική ἐμπάλωμαν

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το μπάλωμα

✦ επιδιόρθωση φθαρμένου υφάσματος ή άλλου αντικειμένου
✦ μικρό κομμάτι ύφασμα για την επιδιόρθωση φθαρμένου ενδύματος
(μτφ. ) προσπάθεια για δικαιολόγηση σφάλματος ή για πρόχειρη κάλυψη αναγκών ή ατελειών

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.