μπάζω


μπάζω
Προφορά

Ετυμολογία
μπάζω αρχαία ελληνική ἐμβάζω

Ερμηνεία
ρήμα μπάζω

✦ βάζω μέσα, εισάγω: μας έμπασαν σε μια πολύ μικρή καμαρούλα (Γ. Μπεράτης)
✦ (αμτβ. για υφάσματα) μαζεύω, μπαίνω
✦ μπάζει, φέρνει αέρα ή αφήνει να περνά το νερό: η βάρκα μπάζει νερά – από το παράθυρο μπάζει (ενν. αέρα)

Συνώνυμα

Αντίθετα
βγάζω
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.