μούχρωμα


μούχρωμα
Προφορά

Ετυμολογία
μούχρωμα μουχρώνω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το μούχρωμα

✦ σκοτείνιασμα, θάμπωμα
✦ το σούρουπο, το δειλινό: κατά το βράδυ βγήκα στην πρύμη. Μούχρωμα προχωρημένο (Γ. Σεφέρης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.