μούχλα


μούχλα
Προφορά

Ετυμολογία
μούχλα μεσαιωνική ελληνική (ἀ)μούχλα

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η μούχλα

✦ νηματομύκητες που αναπτύσσονται στις αλλοιωμένες οργανικές ουσίες: κι οι στέγες μες στην πράσινη τη μούχλα είναι ντυμένες (Λ. Πορφύρας)
(μτφ. ) πνευματική καθυστέρηση, απαρχαιωμένη αντίληψη για τα πράγματα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.