μούτρο


μούτρο
Προφορά

Ετυμολογία
μούτρο └ιταλ┘mutria

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το μούτρο

✦ το πρόσωπο: ο αέρας του δέρνει τα μούτρα ακατάπαυστα (Γ. Θεοτοκάς)
(μτφ. ) άνθρωπος ανήθικος
✦ κατεργάρης
✦ φρ. κάνω μούτρα, κ. ξινίζω τα μούτρα μου, θυμώνω, κατσουφιάζω – πέφτω με τα μούτρα, αφοσιώνομαι με ζήλο σε κάτι – δεν έχει μούτρα να με δει, αποφεύγει να με αντικρίσει από ντροπή για το φταίξιμό του – σπάζω τα μούτρα μου, αποτυγχάνω: λαοί που δεν υπακούουν στην προσταγή της ιστορίας σπάζουνε τα μούτρα τους (Γ. Θεοτοκάς)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.