μούστος


μούστος
Προφορά

Ετυμολογία
μούστος μεσαιωνική ελληνική μοῦστος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο μούστος

✦ ο χυμός από τα πατημένα σταφύλια, το γλεύκος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.