μούσκουλο


μούσκουλο
Προφορά

Ετυμολογία
μούσκουλο └λατιν┘ musculus (= μικρό ποντίκι), υποκοριστικό του mus

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το μούσκουλο

✦ το μούσκλι
✦ το μυώδες μέρος του σώματος των θηλαστικών, ο μυς

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.