μούσκεμα
Προφορά
Ετυμολογία
μούσκεμα μουσκεύω
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το μούσκεμα
✦ η πράξη και το αποτέλεσμα του μουσκεύω, βρέξιμο, διαπότισμα, διαβροχή: φρ. γίνομαι μούσκεμα, βρέχομαι, είμαι κάθιδρος
✦ (μτφ. φρ.) τα ‘κανε μούσκεμα, απέτυχε, τα θαλάσσωσε
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–