μούρλια


μούρλια
Προφορά

Ετυμολογία
μούρλια μουρλαίνω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η μούρλια

✦ παραφροσύνη, τρέλα
✦ (ως επίθ.) έξοχος: ήταν ένας καιρός μούρλια
✦ (κ. ως επίρρ.) έξοχα, θαύμα: στην εκδρομή περάσαμε μούρλια

Συνώνυμα
ζούρλια
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.