μούργος


μούργος
Προφορά

Ετυμολογία
μούργος μεσαιωνική ελληνική μοῦργος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο μούργος

✦ σκουρόχρωμο τσοπανόσκυλο: με το μούργο που γαβγίζει το διαβάτη (Π. Πρεβελάκης)
(μτφ. ) άνθρωπος αγροίκος, βάναυσος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.