μοχλός


μοχλός
Προφορά

Ετυμολογία
μοχλός αρχαία ελληνική μοχλός

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο μοχλός

✦ σιδερένια ή ξύλινη ράβδος που χρησιμεύει για μετακίνηση ή ανύψωση βαρών, λοστός
(μτφ. ) βασικός παράγοντας, υποκινητής

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.