μοχθώ
Προφορά
Ετυμολογία
μοχθώ αρχαία ελληνική μοχθῶ
Ερμηνεία
μοχθώ
✦ κ. μοχτώ, -είς, -εί ρ. (μόχθ-ησα, κ. μόχτησα) κοπιάζω σωματικά, κατακουράζομαι: χρόνια μοχθούσε για να δημιουργήσει κάτι – δυο άντρες μοχτούσανε σκυφτοί, κρατώντας ο καθένας τους από μια τσάπα (Π.Πρεβελάκης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–