μοχθηρός


μοχθηρός
Προφορά

Ετυμολογία
μοχθηρός αρχαία ελληνική μοχθηρός

Ερμηνεία
επίθετο┘ μοχθηρός -ή, -ό

✦ ο φθονερός, που αισθάνεται λύπη για την ευτυχία του άλλου και χαρά για την κακοτυχία του

Συνώνυμα
κακεντρεχής, κακιασμένος
Αντίθετα
αγαθός, καλόψυχος
Επιρρήματα
μοχθηρά (Κ μοχθηρώς)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.