μοχέρ
Προφορά
Ετυμολογία
μοχέρ └αγγλ┘mohair, └αραβ┘ αρχής
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└άκλιτο┘ το μοχέρ
✦ είδος ίνας, νήματος που παρασκευάζεται από το τρίχωμα της αίγας της Αγκύρας
✦ (ως επίθ.) για ένδυμα που έχει γίνει μ’ αυτό το υλικό: μοχέρ πουλόβερ
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–