μουχρώνω


μουχρώνω
Προφορά

Ετυμολογία
μουχρώνω αρχαία ελληνική επίθετο μορυχός (=αμυδρός)

Ερμηνεία
ρήμα μουχρώνω

✦ μουχρώνει, σουρουπώνει: μουχρώνει κι ανάβουν δάδες (Άγγ. Σικελιανός)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.