μουτσουνάρα


μουτσουνάρα
Προφορά

Ετυμολογία
μουτσουνάρα μεγεθ. του └ουσ┘ μουτσούνα

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η μουτσουνάρα

✦ (σκωπτ. με τη γεν. της προσωπ. αντωνυμίας μου, σου, του, μας, σας, τους): εγώ, εσύ κτλ., του λόγου μου – σου κτλ

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.