μουτρωμένος


μουτρωμένος
Προφορά

Ετυμολογία
μουτρωμένος μτχ. παθ. πρκμ. του ρήματος μουτρώνω

Ερμηνεία
μουτρωμένος

✦ -η, -ο μτχ. ως επίθ. δυσαρεστημένος, θυμωμένος, χολωμένος, κατσουφιασμένος: είχε γυρίσει μουτρωμένος… και δε με κοιτούσε (Γ. Μπεράτης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.