μουσώνας
Προφορά
Ετυμολογία
μουσώνας └γαλλ┘ mousson
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο μουσώνας
✦ εύχρ. ιδ. στον πληθ. μουσώνες, ισχυροί άνεμοι που δημιουργούνται κατά το χειμώνα και το καλοκαίρι στους ωκεανούς κοντά στις μεγάλες ηπείρους: χειμερινοί μουσώνες (πνέουν από τις ηπείρους προς τους ωκεανούς)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–