μουσόληπτος


μουσόληπτος
Προφορά

Ετυμολογία
μουσόληπτος μεταγενέστερη ελληνική μουσόληπτος

Ερμηνεία
επίθετο┘ μουσόληπτος -η, -ο

✦ ο εμπνευσμένος από τις μούσες
✦ πρόσωπο με ποιητική προδιάθεση ή ιδιοφυΐα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.