μουστακοφόρος


μουστακοφόρος
Προφορά

Ετυμολογία
μουστακοφόρος μουστάκι + φέρω

Ερμηνεία
επίθετο┘ μουστακοφόρος -ος, -ο

✦ αυτός που έχει μουστάκι

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.